- αγαθόπιστος
- η , ο [ος , ον ] легковерный; простодушный, наивный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγαθόπιστος — η, ο ο ευκολόπιστος, ο αφελής: Ήταν αγαθόπιστος, γι αυτό πολλές φορές τον ξεγελούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαθόπιστος — η, ο αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα λόγια τών άλλων, εύπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + πιστός < πείθω] … Dictionary of Greek
αγαθοπιστία — η [αγαθόπιστος] το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι τού λένε, ευπιστία … Dictionary of Greek
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek